- οἰμωγῆς
- οἰμωγήwailingfem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
болѣзньно — (7) нар. Мучительно, болезненно: не тъчью тѣлесьныхъ добродѣтелии болѣзньно любити. нъ ноутрьн˫аго чл҃вка чистити могоущихъ. СбТр XII/XIII, 66; ѡнъ же [царь] болѣзньно въпрашаше [человека, предсказавшего ему смерть] и не что ѥсть нъ что въ своеи… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
θρήνος — Πανάρχαιο είδος τραγουδιού, το οποίο εμφανίστηκε αρχικά ως έκφραση πόνου για τον θάνατο αγαπημένου προσώπου, ενώ αργότερα προσέλαβε γενικότερο χαρακτήρα και μετατράπηκε σε μέσο μαζικής έκφρασης της οδύνης για εθνικές συμφορές ή μεγάλες φυσικές… … Dictionary of Greek
νέφος — I (Αστρον.). Σμήνος λεπτότατων υδροσταγονιδίων ή παγοκρυστάλλων, που σχηματίζονται στην τροπόσφαιρα, σε ύψη μεταξύ 500 και 12.000 μ. Τα ν. σχηματίζονται λόγω συμπύκνωσης (υδροσταγονίδια) ή στερεοποίησης (παγοκρύσταλλοι) της ατμοσφαιρικής υγρασίας … Dictionary of Greek